A Sheep Fleeing its Herd

” I got married at the age of 13, it felt as if I was a sheep fleeing its herd”

“I got married when I was 13 and I had my first child a year later. I didn’t know what it meant to be a mother, I myself was a child; and my children were like my dolls. We played together, cried together, laughed together. After my third child I realised that I had grown and that I was also on own”

“Water, water, I am afraid of water”

The Good Girl

 A Pomak Tale as it has been written in the Greek language.

Είχε κάποτε μια κόρη και έναν πατέρα. Κανονίζουν για τον άνθρωπο, είχε μια γειτόνισσα, να την πάρει, να την παντρευτεί. Είχε και αυτή παιδιά, είχε δυο κόρες και αυτός είχε μια κόρη. Αλλά πολύ την αγαπούσε την κόρη του, επειδή ήταν από τη γυναίκα που την ήθελε, την αγαπούσε, αλλά του πέθανε. Ε, μαζεύτηκαν, αλλά η μητριά καθόλου δεν την αγαπούσε την κόρη του, επειδή ήταν πολύ καλή – ό, τι και να της έλεγε το ’κανε. Μέχρι που μια μέρα, λέει στον άνθρωπο, εάν θέλεις να ζήσουμε μαζί, την κόρη σου, λέει, θα την πάρεις και θα την αφήσεις στο λιβάδι. Εάν όχι, θα σε αφήσω. Ε, παίρνει ο πατέρας την κόρη του και λέει: «Άντε να πάμε να μαζέψουμε ξύλα». Πήγαν στο λιβάδι, για να μαζέψουν ξύλα και μετά το μεσημέρι της λέει ο πατέρας: «Ξάπλωσε, λέει, να σε χαϊδέψω!» Και την παίρνει ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, στο κεφάλι της είχε μια πέτρα και ένα κουλούρι.  Έψαξε τον πατέρα της, εδώ ο μπαμπάς της, εκεί ο μπαμπάς της, πουθενά ο μπαμπάς της. Άρχισε να κλαίει το κορίτσι, κάποια στιγμή άρχισε να βραδιάζει και εκείνη κύλησε το κουλούρι και λέει: «Όπου πέσει το κουλούρι, εκεί και εγώ να πέσω!» Και έπεσε πάνω σε μια καλύβα. Είχε τρεις εργάτες που ζούσαν στην καλύβα, αλλά όταν μπήκε η κοπέλα στο σπίτι, ήταν πολύ βρώμικο, καθόλου δεν ήταν καθαρό. Όταν το πρωί ξημέρωσε, ξεκουράστηκε η κοπέλα, σηκώνεται, σκουπίζει, σφουγγαρίζει, τακτοποιεί, μαγειρεύει και κρύβεται. Όταν γύρισαν τα αγόρια από τη δουλειά, βλέπουν άλλο έγινε το σπίτι, έγινε πολύ ωραίο, καθαρό. Λέει ο ένας, ο μεγάλος αδελφός: «Πηγαίνετε, λέει, εσείς στη δουλειά, εγώ θα κάτσω, λέει, να την περιμένω, να δω ποια έρχεται να μας καθαρίζει το σπίτι, λέει». Την άλλη μέρα το πρωί, όπως ήταν κουρασμένος από την προηγούμενη μέρα, αποκοιμήθηκε. Αυτή πάλι σηκώνεται, σκουπίζει, τακτοποιεί, μαγειρεύει μεσημεριανό και έρχονται από τη δουλειά. «Την έπιασες, λέει, ποια έρχεται, λέει, να μας καθαρίσει;» »Όχι βρε, λέει, δεν μπόρεσα να την πιάσω, λέει, με πήρε ο ύπνος». Την άλλη μέρα λέει ο δεύτερος αδελφός: «Άσε, λέει, εσύ πήγαινε στη δουλειά, εγώ θα μείνω, λέει, να φυλάω στο σπίτι». Και ο δεύτερος αδελφός αποκοιμήθηκε και εκείνη πάλι καθάρισε. Την τρίτη μέρα, τρεις μέρες μετά, έρχεται ο μικρότερος αδελφός και λέει: «Εγώ θα κάτσω και δε θα κοιμηθώ, θα περιμένω». Όταν το μεσημέρι  βγαίνει η κοπέλα από κει που ήταν κρυμμένη, για να καθαρίσει, την πιάνει ο μικρότερος και της λέει: «Εσύ τι θέλεις εδώ;» «Αμ’ εγώ, έτσι κι έτσι, λέει, ο μπαμπάς με πήγε να μαζέψουμε ξύλα και με άφησε, λέει, και εγώ είπα: Όπου πέσει το κουλούρι, εκεί να πέσω κι εγώ και έπεσα στο δικό σας σπίτι». «Τον πιθύμισες, λέει, τον μπαμπά σου;» «Πολύ τον πιθύμησα και θέλω να γυρίσω στον μπαμπά μου». «Ας είναι, λέει, αύριο το πρωί θα σηκωθείς και θα πας, λέει, να σκάψεις κάτω από την κόκκινη μηλιά, ό, τι βγει, δικό σου είναι!». Σηκώνεται η κοπέλα το πρωί, σκουπίζει, μαγειρεύει, τακτοποιεί, πλένει, και πηγαίνει και σκάβει κάτω από την κόκκινη μηλιά. Βγαίνει ένα πολύ όμορφο γκρίζο άλογο, ήταν ολόκληρο φορτωμένο με χρυσά. Καβαλάει το άλογο, εκείνο την πήγε στο σπίτι της και φώναξε όταν έφτασε: «Ει, μπαμπά, ει, μπαμπά!» Βγήκε ο μπαμπάς της, τι να δει: ένα πολύ όμορφο άλογο. «Εμ, εσύ, λέει, κόρη μου, πως βρήκες το δρόμο και γύρισες;». «Αμ, να, λέει,  έτσι και έτσι έκανα». Και λέει η μητριά: «θα πας και τη δική μου την κόρη!» Και την ρώτησε: «Τι έκανες;» «Α, λέει η κοπέλα, όπου έπεσε το κουλούρι, λέει, και εγώ εκεί έπεσα, έφαγα, ήπια, έκατσα, κοιμήθηκα, λέει και μου είπαν να ένα άλογο και πήγαινε σπίτι σου». Στέλνει και πηγαίνει και τη δική της κόρη. Την πρώτη μέρα – δεν έκανε τίποτα, τη δεύτερη μέρα πάλι τίποτα, την τρίτη μέρα της λένε τα αδέλφια: «Πάρε και σκάψε κάτω από την άσπρη μηλιά, ό, τι βγει, δικό σου να’ ναι!»  Βγαίνει ένα, λέει, κουτσό και τυφλό γαϊδούρι, φορτωμένο με φίδια. Έφαγαν τα φίδια την μητριά και την κόρη της. Και το μικρότερο αγόρι παίρνει την κοπέλα που ήταν εργατική. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

“Today I am separated. I decided to take my headscarf off a few years later I moved to the city.”

Today Emine, a mother of three, has become a leading voice of Pomak women in the nearby city of Xanthi. She attends a Greek public school trying to finish her education and is fighting for gender equality. At the same time however, she remains proud of her Pomak identity and is working to preserve her heritage by creating a cultural center for the Pomaks.

Djinns and Witches

What is a forest but a multitude – mushrooms soil plants animals people – shaped by relationships ineffable, spirits unseen.

Folk tales are a symbolic representation of reality, a mirror of civilization, and are a part of a specific history, geography and culture: in this case that of the Rhodopi mountain range.

In the region of Xanthi, there are many Pomak tales that talk about animals, imaginary creatures, and stories of human adventures that are drawn from real life.

Various ethnic groups have coexisted in the Rhodopi mountains, retaining their own linguistic, religious, and cultural traits. Their folk tales functioned as links among people sharing similar attitudes towards their past and present.